- Διφίλου
- Δίφιλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THETAE — Graece Θῆτες, dicebantur apud Athenienses, quos Romani proletarios et capite censos appellavêre. Postquam enim Solon evium suotum censum egit, Athenienses universos in 4. distinxit ordines, Pentacosiomedimnos, qui Reip. talentum pendebaut:… … Hofmann J. Lexicon universale
ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… … Dictionary of Greek
θεραπευτής — ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω] αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς νεοελλ. αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
μνημάτιον — μνημάτιον, τό (Α) [μνήμα] 1. μνημάδιον* 2. ως κύριο όν. τίτλος έργου τού Διφίλου και τού Επιγένους … Dictionary of Greek
παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek
Γνάθαινα — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναία εταίρα. Ήταν φίλη του κωμωδιογράφου Δίφιλου, γνωστή για την ομορφιά, την εξυπνάδα και τη μόρφωσή της. Ο Δίφιλος παρουσίασε στη σκηνή τους έρωτές του μαζί της, ενώ η Γ. ασκούσε αυστηρότατη κριτική στα έργα του. Οι σύγχρονοί … Dictionary of Greek